- εξουδενώνω
- (AM ἐξουδενῶ, -όω)1. περιφρονώ, εξευτελίζω («ἐξουδενώσει σε Κύριος μή εἶναι βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ», ΠΔ)2. εκμηδενίζω, καταστρέφω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ουδενώνω (< ουδείς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξουδενώ — βλ. εξουδενώνω … Dictionary of Greek